κυψελοειδής

κυψελοειδής
-ές
αυτός που έχει σχήμα κυψέλης («κυψελοειδής αδένας»).
επίρρ...
κυψελοειδώς
με κυψελοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυψέλη + -ειδής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυψελοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με κυψέλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • αδένες — Επιθυλιακά όργανα του αίματος ανθρώπων και ζώων. Κύρια δραστηριότητά τους είναι η παραγωγή και έκκριση ουσιών που δεν τις χρησιμοποιούν αυτά τα ίδια, παρά άλλα μέρη του οργανισμού. Υπάρχουν και κύτταρα που εκτελούν τέτοια λειτουργία και γι’ αυτό… …   Dictionary of Greek

  • ασίφωνα ή ασιφωνοφόρα — (asiphonophora). Ζώα που ανήκουν στο άθροισμα των λεπιδοβραγχίων μαλακίων. Το όστρακο που περιβάλλει το σώμα τους είναι πολλές φορές αστραφτερό και η επιφάνειά του κυψελοειδής. Το άθροισμα αυτό περιλαμβάνει τις οικογένειες οστρείδες,μυτιλίδες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”